πλατυκεφαλία

πλατυκεφαλία
η, Ν
1. η ιδιότητα τού πλατυκέφαλου
2. ανατ. ανώμαλος σχηματισμός τού κρανίου κατά τον οποίο το κρανίο είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια εξαιτίας τής πρόωρης αποστέωσης τής στεφανιαίας ραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platycephaly (< πλατυ-* + -κεφαλία < -κέφαλος < κεφαλή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • πλατυκέφαλος — η, ο / πλατυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πλατύ κεφάλι, ο πλατσουκοκέφαλος 2. είδος ιοβόλου ζώου ή ερπετού νεοελλ. αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέφαλος (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”