- πλατυκεφαλία
- η, Ν1. η ιδιότητα τού πλατυκέφαλου2. ανατ. ανώμαλος σχηματισμός τού κρανίου κατά τον οποίο το κρανίο είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια εξαιτίας τής πρόωρης αποστέωσης τής στεφανιαίας ραφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platycephaly (< πλατυ-* + -κεφαλία < -κέφαλος < κεφαλή)].
Dictionary of Greek. 2013.